- κυνόδοντος
- κυνόδουςcanine toothmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιθριδάτιον — μιθριδάτιον, τὸ (Α) [Μιθριδάτης] 1. το φυτό ερυθρόνιο τού κυνόδοντος 2. το φυτό σκόρδιον … Dictionary of Greek